- μεσπίλου
- μέσπιλονmedlarneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιμηλίς — ἐπιμηλίς, ἡ (Α) 1. πόρπη 2. είδος αχλαδιού 3. είδος «μεσπίλου», μούσμουλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μηλίς (< μήλον (II) «μήλο»)] … Dictionary of Greek